Τουρλακίδα: Γυναίκα που κάνει τρέλες, ελαφρόμυαλη. Αυτήν είνι ντίπ ασουβάρευτην ούλου χαζαμάρις κάν’, ντίπ κατά ντίπ τουρλακίδα!