Τουρλακίδα:

Γυναίκα που κάνει τρέλες, ελαφρόμυαλη.

Αυτήν είνι ντίπ ασουβάρευτην ούλου χαζαμάρις κάν’, ντίπ κατά ντίπ τουρλακίδα!

error: Content is protected !!