Κμανταράω, κμανταρήσω:

Κουμαντάρω, φροντίζω, να φροντίσω.

Κι ποιός θα κμανταρής’ τούν παππού; ιγώ ιέχου οικουγένεια κι του σπίτ’ είνι μ’κρό δε χουράμι ούλλ’.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!