Μαυρουψειριασμιένου:

Το παιδί που είναι γεμάτο ψείρες, εξού και μαύρο. Μειωτικά για αδύναμο καχεκτικό ταλαιπωριμένο παιδί.

Ατήρα αυτόνο του πιδάκ’ είνι ντίπ μαυρουψειριασμιένου του καημένου! να τ’ δώκουμι κατ’ να φάει.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!