Τσιαλαφός:

Αλαφροΐσκιωτος, καλοΐσκιωτος.

Του πιδάκ’ αυτόνο είϊδις τι καλό απ’ ούναι; ήσυχουυ! μ’ φένιτι λίγου τσιαλαφό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!