Λ’τσιέμι, λ’τσίζουμι: Λασπώνομαι, πιτσιλίζομαι απ’ την λάσπη, κυλιέμαι στη λάσπη. Λ’τσίσκα απ’ την κουρφή μιέχρι τα νύχια.