Λάκ’σια, λακάω, λακίζω:

Τρέπομαι σε φυγή.

Μί πήρι στού κατόπ’ του σ’κλί κι λάκ’σια στούν κατήφουρου, πως δι τσακίσ’κα!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!