Τσιαούλ’, τσιαουλάνθρουπους:

Σαγόνι. Ειρωνικά για φλύαρο άνθρωπο.

Αρέ τι στιαουλάνθρουπους είσι σύ! άπαυου του τσιαούλι’ ς.

error: Content is protected !!