Τσιαλαφός: Αλαφροΐσκιωτος, καλοΐσκιωτος. Του πιδάκ’ αυτόνο είϊδις τι καλό απ’ ούναι; ήσυχουυ! μ’ φένιτι λίγου τσιαλαφό.