Τσαπουδόντ’ς:

Αυτός πού έχει στραβά δόντια όπως το τσαπί που είναι στραβό.

Τσαπουδόντ’ς είνι ού κακουμοίρ’ς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!