Αυτός που κρύβει σε απίθανα σημεία αντικείμενα, και είναι δύσκολο να τα βρεί κάποιος. Το πρώτο συνθετικό τρυπο-λόγος, βγαίνει απ’ το ρήμα “τρυπώνω” κρύβω.
Αρέ τι τρυπολόγος είσι συ πιδάκι’μ! Σ απού πήγις και τρύπουσες τα κλειδιά τς’ ιξώπουρτας κι δι μπουρούμι να μπούμι μιέσα!