Τρεμοζαγαρίζω: Παγώνω απ’ το κρύο, όπως τρέμουν τα ζαγάρια (κυνηγόσκυλα). Τι τρεμουζαγαρίεις ιέτσ’; τράβα φόρα μιά καζάκα.