Τάραμα:

Αποκαμωμένος απ’ την κούραση.

Τάραμα γίνγκα απ’ την πουλή τη δλειά, πάου να ξαπλουθού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!