Στραπαλαμένος:

Ανάπηρος, ανίκανος.

Δίν γλέπ’ς απ’ ούναι στραπαλαμένου τού καημένου;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!