Πατούρα:

Μούσκεμα απ’ την κορφή ως τα νύχια.

Ιέρξι μια βρουχή κι μ’ έποιασι στου δρόμου μ’ έκανι πατούρα ούς του βρακί.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!