Οχτος:

Χαμηλό ύψωμα γής για κεκλιμένες καλλιέργειες για να συγκρατείται το χώμα.

Ιέσπασι του κάρου κουντά στούν όχτο, τ’ άφ’κα αδικεί κι σκώθ’κα κι ιέφ’κα.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!