Μύρ’σες χουματίλας:

Μύρισες χώμα, (τάφου).

Ειρωνικά λέγεται σε κάποιον που είναι υποχόνδριος, και φοβάται διαρκώς οτι θα πεθάνει.

-Μι πουνάει ιδώ χαμ’πλά στη κλοιά’μ ποιός ξιέρ’ τι ιέχου;

-Ναι μπάκι ιέχ’ς καμπόσου; Μύρ’σες χουματίλας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!