Μολεύκα:

Μολύνθηκα.

Κάρφουσα τού χιέρι’μ μι μια πρόκα κι μολεύκα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!