Κούσιαλο: Γέρος, ανήμπορος ηλικιωμένος. Μαζιεύκαν στην πλατεία απ’ κάτ απ τούν πλάατανου, ούλα τα γεροκούσιαλα κι παίζνε κουλτσίνα.