Γύκος ή γιούκος:

Τοποθετημένα ρούχα το ενα πάνω στ’ άλλο, (σωρός ρούχων σκεπασμάτων) συνήθως σε μια γωνία του σπιτιού.

Βάλι αυτήν’ τη μαντανία απάν στούν γύκο, να ίσι σμαζουχτούρ’ς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!