Αρμάθα, αρμαθιά:

Φύλλα καπνού, σκόρδων, περασμένα σε νήμα.

Αϊτι να αρμαθιάσουμι κι αυτά τα καπνά π’ ανέμκαν κι να φύφγουμι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!