Απ’στόμσε, απ’στομήθκ’ε:

Έπεσε, κατέπεσε.

Τρέχα αρέ να προυλάβ’ς μην απ’στουμ’θεί του πιδί απ την κούνια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!