Αλάνταβος:

Βιαστικός, απρόσεκτος.

Πιδάκι’μ τι τρώς αλάνταβα; σα γλάρους καταπαίν’ς του φαί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!