Τροχούλ'(ι):

Τροφαντό, παχύ.

Τροχούλ’ι μ’ γίνγκις απ’ τού φαί, κάνι λίγου κράτ’ γιατί….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!