Πρός τα πέρα και πρός τα εδώ. Σαν έκφραση μειωτικά, ειρωνικά για κάποιον (α), που είναι απο δώ κι απο κεί, δηλαδή δεν στερειώνει πουθενά, και που δεν κάνει για οικογένεια, ή έχει χαλαρά ήθη.
Αυτήν θα πάρ’ς απ’ ούναι σιαπέρα κι σιαδώθε; αυτήν μάνα’μ δε κάν’ για σπίτι’ ρώτ’σα ιγώ κι έμαθα.