Μονόλυκας, ή μονόλυκος:

Ο μοναχικός λύκος. Μεταφορικά για κάποιον που αρέσκεται στό να είναι συνεχώς μόνος.

Πιδάκι’μ μη καθέσαι σα μονόλυκας μες’ του σπίτ’, βγιέκα σα όξου να δείς λίγου κόσμου.

 

 

error: Content is protected !!