Ζερβό:

Το αριστερό, ανάποδο, αριστερή πλευρά. Το σκιερό μέρος, που δεν το χτυπάει το φώς τού ήλιου.

Πούντιασαμι ιδώ απ’καθέμαστι, ιδωϊάς είνι ζερβό, πάμι να καθήσουμι απ’ την άλλ(η) απ’όχ(ει) ήλιου!

 

error: Content is protected !!