Απούμωσα, πουμώθκα:

Εφραξα, και πνίγηκα.

Κμοιάμαν τού βράδ’ κι κεί απ’ κμοιάμαν, απουμώθκα στούν ύπνου’μ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!